- ανταγωνιστικός
- -ή, -ό1. σχετικός με ανταγωνισμό2. ο ικανός ή πρόσφορος για ανταγωνισμό (ανταγωνιστική βιομηχανίαη βιομηχανία της οποίας τα προϊόντα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα ομοειδή στις ξένες αγορές, που μπορεί να συναγωνιστεί τις ξένες βιομηχανίες —το ίδιο και για άλλους κλάδους της οικονομίας).
Dictionary of Greek. 2013.